- αναποκατάστατος
- -η, -ο1. αυτός που δεν έχει αποκατασταθεί οικονομικά ή κοινωνικά2. αυτός που δεν έχει εγκατασταθεί μόνιμα κάπου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναποκατάστατος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει αποκατασταθεί στην προηγούμενη θέση του ή οικονομική του κατάσταση: Πολλά θύματα της δικτατορίας έχουν μείνει αναποκατάστατα. 2. αυτός που δεν παντρεύτηκε (κυρίως για γυναίκα): Έχουν και την κόρη αναποκατάστατη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)